- καβούρια
- Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι υποπλασμένο, δεν φέρει εξαρτήματα και είναι κρυμμένο σε μια κοιλότητα στο κάτω μέρος του κεφαλοθώρακα. Ο τελευταίος φέρει στο μπροστινό του μέρος το στόμα, το οποίο είναι εφοδιασμένο με άνω και κάτω σιαγόνες, δύο σύνθετα και έμμισχα μάτια, δύο ζεύγη κεραιών και 5 ζεύγη βαδιστικών ποδιών, από τα οποία το πρώτο έχει διαφοροποιηθεί σε στοματικά εξαρτήματα (δαγκάνες). Εξαιτίας της θέσης αυτών των άκρων, πολλά κ. μετακινούνται πλάγια αντί να βαδίζουν προς τα εμπρός. Ο κεφαλοθώρακας των κ. είναι κλεισμένος μέσα σε ένα ασβεστοποιημένο περίβλημα, το οποίο ονομάζεται θυρεός και είναι εξαιρετικά σκληρό και ανθεκτικό.
Τα περισσότερα κ. είναι θαλάσσια, αν και αρκετά είναι του γλυκού νερού, ενώ ορισμένα είναι μόνο χερσαία. Από τα θαλασσινά κ. αναφέρονται ο πάγουρος (Cancer pagurus), που έχει ωοειδές όστρακο και ζει κάτω από πέτρες του βυθού, ο πρασινοκάβουρας (Carcinus maenas), που είναι κοινότατος στις ευρωπαϊκές ακτές και έχει νόστιμο κρέας, και η καβουρομάνα (Maia squinado).
Κατά μήκος των ιαπωνικών ακτών, σε βάθος περίπου 300 μ., ζει ένα κ. γιγαντιαίων διαστάσεων, το Macrochaeira kampferi, του οποίου μόνο οι δαγκάνες ξεπερνούν σε μήκος τα 2,5 μ.
Ένα από τα μεγαλύτερα κ. των γλυκών νερών είναι το είδος Potamon faradjensis που ζει στο Κονγκό. Το καστανόμαυρο όστρακό του με τις κιτρινοπράσινες αποχρώσεις μοιάζει πολύ με τα χρώματα που επικρατούν στον πυθμένα του ποταμού ή της λίμνης, όπου σκάβει βαθιές φωλιές. Ο κινέζικος κάβουρας (Eriocheir sinensis), ο οποίος ζει στον ποταμό Γιανγκτσέ σε απόσταση 1.000 χλμ. από τις πηγές του, έχει μεταφερθεί εδώ και αρκετά χρόνια –εντελώς τυχαία, από σκάφη που ταξίδευαν στην Άπω Ανατολή– στη Δύση, με αποτέλεσμα να συναντάται σήμερα σε πολλά ποτάμια της βόρειας Ευρώπης. Εξολοθρεύει πολλά ψάρια και, επειδή έχει την ικανότητα να σκάβει στον βυθό και σε άλλα πετρώδη υποστρώματα, προκαλεί σοβαρές ζημιές σε φράγματα και άλλα έργα.
Από τα κ. που μπορούν να ζουν στη στεριά αναφέρονται τα γένη Ocypoda, Gelasimus και Gecarcinus. Τα ωκύποδα, που βαδίζουν πολύ γρήγορα στην ξηρά, ζουν συγκεντρωμένα στις διάφορες ακρογιαλιές, όπου σκάβουν βαθιές και πολυδαίδαλες φωλιές. Συναντώνται, επίσης, σε βαλτώδεις ζώνες θερμών παράκτιων περιοχών ανάμεσα σε διάφορα υδρόφιλα φυτά. Φέρουν δύο ανομοιόμορφες δαγκάνες, από τις οποίες η μία είναι ογκώδης και η άλλη υποπλασμένη. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη στις χερσαίες συνθήκες ζωής είναι τα κ. του γένους Gecarcinus, που συχνά απομακρύνονται πολύ από την ακτή. Τα κ. αυτά είναι αδηφάγα και προκαλούν μεγάλες ζημιές στις διάφορες φυτείες.
Καβούρι των αμερικανικών ακτών του Ειρηνικού, με τις χαρακτηριστικές, ασύμμετρα ανεπτυγμένες δαγκάνες (ποδολαβίδες).
Ο πράσινος κάβουρας (Carcinus maenas), ένα από τα περισσότερο διαδεδομένα είδη.
Dictionary of Greek. 2013.